παραφυλά(γ)ω

παραφυλά(γ)ω
παραφύλαξα, παραφυλάχτηκα, παραφυλαγμένος
1. φυλά(γ)ω υπερβολικά: Ο στρατιώτης Α παραφύλαξε σκοπός απόψε.
2. παρακολουθώ κρυφά, ενεδρεύω, καρτερώ, παραμονεύω: Παραφύλαξε ο τσομπάνος το λύκο και τον σκότωσε έξω από το μαντρί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”